ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

10/recent/ticker-posts

Ένα Δρώμενο και μια Απαγγελία για τους 120 εκτελεσθέντες της Αγίας Τριάδας

DSC_6170
Πέρασαν 73 χρόνια από την Μεγάλη Παρασκευή (14η Απριλίου) του 1944, όταν στο Αγρίνιο οι Γερμανοί εκτέλεσαν συνολικά 120 κρατούμενους ως αντίποινο για το σαμποτάζ των ανταρτών του ΕΛΑΣ στο τρένο που μετέφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια στις Γερμανικές δυνάμεις στο Αγρίνιο. 
Οι 117 εκτελέστηκαν στην Αγία Τριάδα και οι υπόλοιποι 3 κρεμάστηκαν στην Κεντρική Πλατεία της πόλης.
Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου τιμώντας την μνήμη τους αφιερώνει και παρουσιάζει ένα δρώμενο και μια απαγγελία βασισμένο στο «ΕΠΙΤΑΦΙΟ» του Γιάννη Ρίτσου.
DSC_6162
Την Μεγάλη Παρασκευή στις 12.00 το μεσημέρι  στην αίθουσα Δημοτικού Θεάτρου.

Σκηνοθετεί η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΟΛΙΒΩΤΟΥ

Ερμηνεύουν:
η  ηθοποιός  ΓΙΟΥΛΗ ΜΑΡΟΥΣΗ
η μουσικός  ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΓΡΕΝΤΖΕΛΟΥ

Σκηνικά: ΝΙΚΟΣ ΒΕΛΤΣΙΣΤΑΣ
Φωτισμοί: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Φωτογραφίες, video: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ

Και την Τετάρτη του Πάσχα στις 8.00 το βράδυ στην αίθουσα Δημοτικού Θεάτρου η καταξιωμένη ηθοποιός
ΕΦΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ  θα απαγγείλει το ίδιο κείμενο, τον «ΕΠΙΤΑΦΙΟ» του Γιάννη Ρίτσου.
DSC_6151 DSC_6146

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
 DSC_6184
Σημείωμα σκηνοθέτη:

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΤΟΥ Γ. ΡΙΤΣΟΥ
Μία μάνα, δύο σώματα. Μία Ψυχή, ένας Λόγος.
Η πόλη του Αγρινίου και η Μνήμη της.
Ο πόνος της μάνας για το παιδί της. Το αντιστύλι χάνεται κι εκείνη κατακερματίζεται. Αναπολεί και θέλει να ξαναζήσει τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα. Πάει πίσω στο χτες γιατί έχει την ανάγκη από μιας τρυφεράδας γέψη και μ’ αυτό οδηγό, συγκρούεται, πέφτει, ξαναστέκεται, σταυρώνεται και κάποιες φορές, ανασταίνεται.

Διονυσία Ολιβώτου
Θεατρολόγος – Εκπαιδευτικός

Λίγα λόγια για το ιστορικό γεγονός:

Η Μεγάλη Παρασκευή του 1944

Χαραγμένη ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη των Αγρινιωτών παραμένει η Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1944 (14 Απριλίου). Τότε που οι Γερμανοί κατακτητές, αντιδρώντας με αντίποινα στο σαμποτάζ πατριωτών της αντίστασης, αποφάσισαν και εκτέλεσαν 120 κρατούμενους αγωνιστές.
Τούς τρείς, τον Πάνο Σούλο, τον Χρήστο Σαλάκο και τον Αβραάμ Αναστασιάδη τους κρέμασαν
στην πλατεία Μπέλλου (τη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας). Οι δύο πρώτοι ήσαν μέλη της ΕΠΟΝ, ο τρίτος συνταξιούχος της Αγροτικής Τραπέζης. Είχε προηγηθεί την 941944 ενέδρα των ανταρτώντου ΕΛΑΣ σε σημείο μεταξύ των χωριών Σταμνάς και Αγγελοκάστρου όπου έγινε ανατίναξη της αμαξοστοιχίας που κινούνταν από
Κρυονέρι προς Αγρίνιο και μετέφερε πολεμικό υλικό και καύσιμα, συνοδευμένη από Γερμανούς
στρατιώτες, με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς.
Για το λόγο αυτό οι Γερμανοί αποφάσισαν και εκτέλεσαν 120 πατριώτες (μεταξύ των οποίων οι τρείς ανωτέρω που κρεμάστηκαν στην πλατεία). Οι υπόλοιποι τουφεκίσθηκαν στην Αγία Τριάδα.
Σας μεταφέρουμε εδώ απλές αφηγήσεις για τα γεγονότα της Μεγ. Παρασκευής όπως τα διηγήθηκαν φυλακισμένοι, αυτόπτες μάρτυρες και τσολιάδες ακόμη.
Στις φυλακές της Αγίας Τριάδας: Το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης, λέει ο κρατούμενος Θαν.Καλ… η φρουρά των φυλακών της Αγ. Τριάδας δυνάμωσε αρκετά. Από μέρες διαδίδονταν πως για το σαμποτάζ της Σταμνάς θα εκτελούνταν σ’ αντίποινα 160 κρατούμενοι ή 120. Μας καθησύχαζαν όμως απ’ έξω κι’ είχαμε πιστέψει
πως θα γλυτώναμε. Τα ξαφνικά αυτά μέτρα άρχισαν να μας ανησυχούν. Κρύος ιδρώτας μας
περιέλουσε όλους, όταν αργότερα τη νύχτα ακούσαμε δίπλα στις φυλακές τα γκαπγκουπ των σκαφτιάδων που έσκαφταν. «Φτιάχνουν λάκκους», διαδόθηκε σαν αστραπή ανάμεσα μας. Ύστερα από λίγο ο γδούπος των τσαπιών απομακρύνθηκε. Το έδαφος μπροστά στις φυλακές ήταν σκληρό και άρχισαν να φτιάχνουν
τους λάκκους στο χωράφι του Σούλου. Πέσαμε να κοιμηθούμε. Οι πιο θαρραλέοι φώναζαν πως δεν είναι τίποτα. Στοιβαγμένοι μέσα στους απαίσιους θαλάμους της φυλακής κρατούσαμε όλοι την ανάσα μας, 450 άνθρωποι κλεισμένοι σ’ ένα κλουβί. Πόσοι από μας θα ζούσαν αύριο;
Πόσους θα εκτελούσαν; Ποιους; Με τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στο σκοτάδι,450 άνθρωποι ζούσαμε με το απαίσιο αίσθημα της επιθανάτιας αγωνίας. Ήμασταν όλοι γεροί.
Υγιείς, ζωντανοί άνθρωποι. Όμως κανένας μας δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει στο θάνατο που έρχονταν, που έμπαινε μέσα μας με τους υπόκωφους γδούπους των τσαπιών που έσκαβαν τους λάκκους μας τη νύχτα. Στις 4.45 το πρωί ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων μπήκε στη φυλακή
και φώναξε τρία ονόματα. Αναστασιάδης, Σαλάκος, Σούλος. Προχώρησαν παλικαρίσια. Καμμιά λιποψυχία.
«Γεια σας, παιδιά. Χαιρετισμούς στους δικούς μας. θα νικήσουμε», ήταν τα τελευταία τους λόγια. Με σπρωξίματα οι τσολιάδες τους έσπρωξαν σ’ ένα αυτοκίνητο και τους πήραν.
Σε λίγο γύρισε ο αρχιφύλακας των τσολιάδων και διέταξε τους κρατούμενους να ντυθούν όλοι και νάναι έτοιμοι. Προηγούμενα τους είχε διατάξει να γδυθούν όλοι και να μείνουν με τα εσωτερικά παντελόνια. Στις 6 π.μ. κατέφτασε πάλιν ο λοχίας Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων και διέταξε όλους να κατεβούν στο
προαύλιο και να μπουν στη γραμμή. Εκεί ήταν δύο αξιωματικοί των 55 και ο υπολοχαγός των
τσολιάδων Μπλέσσας, σύνδεσμος των Γερμανών.
Ο ένας Γερμανός αξιωματικός άρχισε να φωνάζει τον κατάλογο και μόλις συμπληρώθηκε η πρώτη δεκάδα ο τσολιάς υπολοχαγός διέταξε απόσπασμα τσολιάδων να τους πάνε «εκεί!! που ξέρουν… « Και συνεχίστηκε η εκφώνηση των ονομάτων. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Το απόσπασμα ξαναγύρισε για
να παραλάβει τη δεύτερη δεκάδα και ούτω καθεξής.
Ο τσολιάς υπολοχαγός τους έκανε με μια σατανική απάθεια παρατηρήσεις γιατί αργούσαν:
Κοίταξα τους συγκρατούμενούς μου. Ήταν όλοι κάτωχροι. Μέσα στα μάτια τους όμως άστραφτε η αποφασιστικότητα και ένα θανάσιμο μίσος ανάμικτο με αηδιαστική περιφρόνηση για τους προδότες. Άμα τελείωσε η εκτέλεση διέταξαν τους υπολοίπους να μπουν μέσα στη φυλακή. Οι Γερμανοί και ο τσολιάς υπολοχαγός αφού επιθεώρησαν τον ομαδικό τάφο, όπου κείτονταν 117 κουφάρια παλικαριών και
μια γυναίκα, η Κατίνα Χατζάρα, γύρισαν στις φυλακές όπου ο τσολιάς υπολοχαγός μίλησε στους κρατουμένους εξυμνώντας το έργο των Γερμανών!!! και των τσολιάδων!!!Ύστερα από κάμποση ώρα ακούσαμε απ’ έξω τους θρήνους των πρώτων συγγενών που κατάφθαναν και μάθαιναν την εκτέλεση των δικών τους. Οι τσολιάδες τους απαγόρευαν με τη ξιφολόγχη να πλησιάσουν.
Στην κεντρική πλατεία, στην πλατεία Μπέλλου διαδραματίζονταν στο μεταξύ άλλες φριχτές
στιγμές. Αυτόπτης μάρτυρας πάλι διηγείται τα παρακάτω: Στο μισοσκόταδο άκουσα τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε στην Πλατεία. Άκουσα ακόμα μερικές γερμανικές ομιλίες, που ύστερα απομακρύνθηκαν και φωνές τσολιάδων. Στο βάθος της πλατείας είδα να κινούνται μερικοί τσολιάδες
γύρω από τις δύο κολώνες. Δεν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Πνιχτές άναρθρες φωνές που
ακούστηκαν κατόπιν δεν μου άφησαν καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό που γινόταν: Κρεμούσαν το
Σούλο και τον Αναστασιάδη. Τον απαγχονισμό του μακαρίτη Σαλάκου τον παρακολούθησα από σιμά. Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο περίφημος δήμιος επιλοχίας και έπειτα ανθυπολοχαγός του Τάγματος Ασφαλείας Γεωργόπουλος.
Όταν ετοίμαζαν τη θηλιά ο συν. Σαλάκος φώναζε: «θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ». Με φρίκη άκουσα το Γεωργόπουλο να απαντάει με θηριωδία.
«Σκάσε παλιοκάθαρμα» και τράβηξε το σκαμνί απ’ τα πόδια του θύματος. Οι άλλοι τσολιάδες έστρεψαν τα νώτα τους προς την κολώνα για να μη βλέπουν. Απόστρεψα με φρίκη το πρόσωπο και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το παράπονο που μ’ έπνιγε. Έβρεχε εκείνο το τραγικό πρωί της Μεγ. Παρασκευής.
Ο ουρανός ήταν κατασκότεινος. Από πολύ νωρίς οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν πένθιμα θρηνώντας τον Εσταυρωμένο Ιησού.
Δεν έβλεπες ψυχή στο δρόμο. Και ξαφνικά ακούστηκαν οι ριπές των πολυβόλων. Σαν αστραπή διαδόθηκε πως στην πλατεία έχουν κρεμάσει τρεις. Γυναίκες, παιδιά, γέροντες, νέοι άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους έξαλλοι. Μέσα στα μάτια τους έβλεπες έκδηλο τον τρόμο και τη φρίκη. Έβλεπες γνωστούς σου που σε κοιτούσαν με αλλόφρονα βλέμματα και δεν τολμούσαν να σου πουν λέξη. Σ’ απόμερα σταυροδρόμια άνδρες και γυναίκες έκλαιγαν στα κρυφά, χαροκαμένες μανάδες τραβούσαν τα μαλλιά τους και χτυπούσαν τα κεφάλια τους στους τοίχους. Βουβός, πνιχτός, ανάμικτος με ένα θανάσιμο ανάθεμα για τους δολοφόνους
ανέβαινε από ολόκληρη τη πόλη ο θρήνος για τα 120 αδικοχαμένα παλικάρια της.
Οι κρεμασμένοι έμειναν εκεί όλη τη Μεγ. Παρασκευή και το πρωί του Μεγ. Σαββάτου.
Έγινε η αποκαθήλωση του Χριστού, ο ενταφιασμός του, η χαρμόσυνη Ανάσταση. Σάββατο κι αυτοί έμειναν εκεί κρεμασμένοι. Μόλις το μεσημέρι τους ξεκρέμασαν απ’ το σταυρό του δικού τους μαρτυρίου και τους έθαψαν μαζί με τους άλλους».

                                                                                  Τα αποσπάσματα αυτά και οι πληροφορίες είναι από την «Νέα Εποχή» ,
                                                                                                                                               εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο
                                                                                                                                    


ποιοι είναι οι 120:                                                                   

Αγγελάκης Γιώργος
του Βαγγέλη
Αναστασίου Χρήστος
του Θόδωρου
Αλεξανδρής Κώστας
του Αλεξάνδρου
Αντωνόπουλος Γεράσιμος
του Χρήστου
Αντωνόπουλος Χρήστος
Βλάχας Αλέξανδρος
του Βασίλη
Βλάχος Δημήτρης του Βασίλη
Βίτσας Γιάννης του Βασίλη
Γερυδιάς
Γιαλαγιάλας Χρήστος
Γράψας Βασίλης του Χρήστου
Γεωργόπουλος Κώστας
Γιαγκάς Σπύρος
του Βασίλη
Γυφτόμητρος ή Γυφτοδήμος
Γιώργος του Οδυσσέα
Δανιάς Γιώργος του Κων/νου
Διαμαντής Γιώργος
του Κων/νου
Διαμαντής Βαγγέλης
του Λάμπρου
Ζαβράς Νίκος
του Κων/νου
Ζήκας Μιχάλης του Κων/ νου
Ζήκας Βασίλης
του Κων/νου
Ζήκας Κώστας
του Κων/νου
Καβγιούλας Γιάννης
του Δημήτρη
Καλυβιώτης Κώστας
του Χρήστου
Καλαμπόκας Γιώργος
του Ηλία
Καλλίμαχος Σωτήρης
του Θόδωρου
Καραγιάννης Παναγιώτης
του Σωτήρη
Καρακώστας ή Μαργιόλης
Βασίλης του Θανάση
Καραχρήστος Χριστόφορος
Κατωπόδης Κώστας
του Σπυραντώνη
Καλλίνικος Αριστείδης
Καρφής Γιώργος
του Βασίλη
Κεπετζής Βασίλης
Κίτσος Χρήστος
του Θανάση
Κοκορόμπας Γιώργος
του Θανάση
Κουκουμέλας Βασίλης
του Σπύρου
Καρέλος Θόδωρος του
Αθανασίου
Κολοβός Χαράλαμπος
του Χρήστου
Κουρούπης
Αντώνης
του Δημήτρη
Κούτρης Βαγγέλης
του Σταμάτη
Κυρίλης Χρήστος
του Νικολάου
Κατσαρός Γιώργος
του Γιάννη(Καραγιάννης)
Κολοκύθας Παναγιώτης
Μάλαμος Βασίλης
Μάριο
Μητήλιος Μενέλαος
Μιχαλόπουλος Δημοσθένης
Κορώζης Κώστας
του Περικλή
Αντονιο
Μπέλλος Δημήτρης
του Γιώργου
Μπλίτσας Δημήτρης
του Παναγιώτη
Μπαρτζιώκας Σταύρος
του Βαγγέλη
Μαργιόλης Βασίλης
Νιαφάς Απόστολος
του Δημήτρη
Νικολάου Χρήστος
του Λεωνίδα
Ντελής Αντώνης
Ντελής Αλέξανδρος
του Αντώνη
Ντελής Γιάννης
του Δημήτρη
Ντελής Χρήστος του Χ.
Παπαπάνος ή Καυκιάς
Γιώργος του Θεοδ.
Παπανίκος Γιάννης
του Σταύρου
Παππάς Δημήτρης
του Γιάννη
Παπαευθυμίου Ανδρέας
του Γιώργου
Πατσαούρας Γιώργος
Παπακωνσταντής Χρήστος
του Μιλτιάδη
Πανής
Βαγγέλης
του Χρήστου
Πανής Γιώργος
του Κώστα
Παππάς Χαράλαμπος
Παππάς Κώστας
Παππάς Βασίλης
Πέππας Χαράλαμπος
του Βασίλη
Παππάς Διονύσης
του Χαράλαμπου
Παπαδήμας Σταύρος
του Γιώργου
Σισμάνης Φώτης
του Ηλία
Σοπικιώτης Νικηφόρος
του Κων/νου
Σοπικιώτης Βασίλης
του Σπύρου
Σοπικιώτης Σπύρος
Σοπικιώτης Χαράλαμπος
του Κων/νου
Σκαρλάτος Γιάννης
του Αναστάση
Σβώλης Χρήστος
του Κων/νου
Σαμαντάς Χρήστος
του Αλεξάνδρου
Σταθογιάννης Τάκης
Σταυράκης Χριστόφορος
του Χριστ.
Σωκρατάκης Παναγιώτης
του Κων/νου
Σωτηρίου Καλλίμαχος
του Θεοδώρου
Σκιαδάς Κώστας
του Δημήτρη
Ταμπάκης Κώστας
του Δημήτρη
Τσίρκας Γιάννης
του Κων/νου
Σισμάνης Σισμανής
Σισμάνης Σπανός
Ταμπάκης Δημήτριος
Τσίπης Βασίλης του Γιώργου
Τσιτσώνης Σταμούλης
του Γιώργου
Τσικώνης Γεράσιμος
του Δημήτρη
Τζίμας Γιώργος του Σπύρου
Τζίμας Σπύρος του Γιώργου
Τζαμίλης Αντώνης
του Δημήτρη
Τσούτσης Δημήτρης
του Διονύση
Τσούτσης Αλέκος
Τσούτσης Μιχάλης
του Αναστασίου
Τσούτσης Χαράλαμπος
του Αλεξίου
Τσούτσης Μιλτιάδης
του Αθανάσιου
Χαραλαμπίδης Παρασκευάς
του Σάββα
Χατζηελευθερίου Νίκος
του Βασίλη
Χατζάρα Κατίνα
Χολέβας Γιώργος του Γιάννη
Χρηστάκης Γιώργος
του Κων/νου
Χρήστου Αριστ. του Χαρ.
Χριστόπουλος Θανάσης
Μπούρας Δημήτριος
Ακρίδας Φώτης
Γιώτης Γεράσιμος
Λεπενιώτης Γρηγόρης
Μπακαλης
Παπακώστας Γιώργος
του Θοδώρου
Παπαευθυμίου Ανδρέας
Παππάς Γιάννης
του Δημήτρη
Σταραφας Γιώργος
Σταυράκης Γιώργος
του Ανδρέα
Τζάνης Ευάγγελος του Χρ.


ΑΦΙΕΡΩΜΈΝΟ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ,
ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΦΡΙΝΤΑ ΚΟΛΟΒΟΥ-ΜΗΤΣΙΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ « ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΤΙΚΟ»

Αυτόν μου τον θείο τον ήξερα από μια «στιγμιαία» φωτογραφία του ’35, άτεχνα μεγεθυμένη, όπως συνηθίζονταν γύρω στο 1950, από πλανόδιους φωτογράφους που υπόσχονταν να «φτιάσουν ζωντανό» τον άνθρωπό σου, τον ξενητεμένο ή νεκρό. Δέσποζε στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο τζάκι. Γύρω-γύρω μελανιά κορδέλα, που πλένονταν ταχτικά και σιδερώνονταν – μαύρη δεν τού πρεπε, γιατί τον πήρε ο Χάρος στα πρώτα νιάτα.
Τον παρατηρούσα συχνά. Ένα νεαρό παιδί…θαμπή φωτογραφία, τα μάτια όμως ξάστερα ξεχώριζαν και το μέτωπο ευρύ και κάπως συνοφρυωμένο. Στέκονταν άχαρα μαζί με κάποιον άλλο, που στη μεγέθυνση της φωτογραφίας κόπηκε, διακρίνονταν μόνο το χέρι του, που ήταν αγκαζέ. Ήταν ο θείος μου, ετών 19 εδώ, ετών 25 στη ταφόπλακα των 120 εκτελεσθέντων στην Αγία Τριάδα.
«Τάκης Βλάχος», φραγκοράφτης – εκτελέσθηκε, Μ.Παρασκευή ,1944. Με καλλιγραφικά μωβ στοιχεία στο κάτω πλαίσιο της φωτογραφίας.
Πρωτοξάδερφος της μάνας μου, αγαπημένος, δεν έλειπε απ’ το στόμα της ούτε απ’ της θείας μου και της γιαγιάς μου τις διηγήσεις, αλλά ποτέ με τ’ όνομά του.
-Θυμάσαι τότε με το μακαρίτικο….ή
-Εγώ, πρώτη φορά πήγα σινεμά με το μακαρίτικο…
-Το μακαρίτικο παν’ στ’ άλογο…άγγελος μελαχρινός! κι άλλα τέτοια.
Στα παιδικά μου μάτια έπαιρνε διαστάσεις μυθικές, μ’ ένα μυστήριο σκοτεινό όσο και γοητευτικό να συνοδεύει τις σιωπές.
Κάθε μεγάλη Παρασκευή στα τρία σπίτια – της γιαγιάς μου το μικρούλι, της θείας και το δικό μας, δίπλα-δίπλα, αδερφομοιρασιά,- επικρατούσε απραξία και σιωπή. Καμιά δουλειά εκείνη τη μέρα. Ούτε και γέλια ή πειράγματα. Το καντήλι αναμμένο στον εσταυρωμένο, η πένθιμη καμπάνα του Αγίου Χριστοφόρου να μετράει τις αργές ώρες της θλίψης. Η γιαγιά μου έψελνε κι εμείς τα εγγόνια από κοντά… «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…Σήμερα βουληθήκανε οι άνομοι Εβραίοι, για να σταυρώσουν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα.» Σ’ αυτό το σημείο σηκώνονταν κι έβαζε ανθισμένο κλωνάρι απ’ την πασχαλιά μας στη φωτογραφία. Αναστέναζε, έκανε τρεις σταυρούς και συνέχιζε το μοιρολόι…
Όταν πάτησα τα δεκαπέντε, αξιώθηκα μια τέτοια μέρα να μάθω την ιστορία του θείου μου. Μου τη διηγήθηκε η μάνα μου κι ακόμα θυμάμαι τη φωνή της και τα χέρια της , που μ’ ακουμπούσαν σαν να μου μετάγγιζαν πολύτιμο αίμα…
Ο θείος μου, λοιπόν, αυτός ήταν ένα μικρό, καλό, παλληκαράκι. Απλό παιδί, ράφτης. Του άρεσε να «στήνει», να πιάνει γαρδέλια κι ατσάραντους. Τα ’φερνε στο κλουβί, τα χάριζε σ’ όποιον ήξερε να τα περιποιηθεί. Στην κατοχή, χάνονταν ώρες, πολλές φορές δε γύριζε τη νύχτα. Παρηγορούσε τη μάνα του:
– Άσε, μάνα, δεν παθαίνω τίποτε εγώ…Έμπλεξα με παρέα, γλεντήσαμε, μας έπιασε η «κυκλοφορία», κοιμήθηκα σε φίλο. Ησύχασε!
Τι να ησυχάσει η μαυροθεία Σταυρούλα! Πήγε μια μέρα-λιακάδα ν’ αερίσει τα προικιά των κοριτσιών και σκόρπισαν στο πάτωμα χαρτιά, χαρτιά άσπρα, κιτρινωπά. Συλλάβισε με δυσκολία… «Έλληνες! Αντισταθείτε! ο αγώνας συνεχίζεται! Ζήτω η Ελευθερία!»…Δεν λιγοθύμησε. Τα κρυψε στη «γκλαβανή» κι από τότε το βράδυ περίμενε, βαστώντας με τα χέρια το μέρος της καρδιάς σφιχτά και οικονομώντας το λάδι απ’ τις λαχανίδες, για ν’ ανάβει το καντήλι στην Παναγιά τη βρεφοκρατούσα.
Κάθε Άνοιξη κι εκείνη τη «μαύρη Άνοιξη», κατά την έκφραση της μάνας μου, οι γυναίκες κινούσαν να πλύνουν τα ρούχα στις «Μούρες», ένα από τα ρέματα του Αγρινίου, ολοκάθαρο και πλούσιο σε νερά τότε, στο ύψος της περιοχής «Μαντέμια», στο σημερινό παλιό Νοσοκομείο. Σε λιγότερο από μήνα, περίμεναν το Πάσχα. Σαρακοστή. Έπλεναν και τραγουδούσαν. Κάποιες είχαν οικονομήσει λίγες ελιές και ψωμί, γιορτή για κείνες τις μέρες της κατοχής.
«…όταν άρχισε να πέφτει το βραδάκι, ακόμα θαμπόφεγγε, ξεκάμπισαν, κορίτσι μου, από μακριά μια παρέα γυναίκες, μα τι γυναίκες!…Ψηλές, λυγερές. Στο κεφάλι μαντήλες και κανίστρες με πλυμένα ρούχα…Πλησίασαν με βήμα λεύτερο, αλλά αργά και προσεχτικά. Μας έφτασαν, αλλά δεν μας κοίταξε καμία. Εγώ ήμουν παράμερα, μάζευα τα τελευταία.
-Γεια σας φούλες μ’, είπε η θείτσα σου η Μαρία και τις καλοκοίταξε. Αυτές κούνησαν το κεφάλι και προσπέρασαν. Και τότε, παιδί μ ,πάγωσα. Η τρίτη γυναίκα με κοίταξε. Την κοίταξα κι εγώ.
-Τάκη, φούλη μ’, είπα πνιχτά!…πλησίασε σβέλτα…έβαλε το χέρι στο στόμα.
-Σσστ! Τσιμουδιά ξαδέρφη μ’. Δεν μ’είδες, δεν σ’είδα. Τσιμουδιά! Ήταν αυτός, κορίτσι μ’. Κουβαλάγανε όπλα για τ’αντάρτικο. Από πάνω είχαν τα πλυμένα, να ξεγελάνε. Κατάπια τη γλώσσα μ’ και πήγα στις άλλες. Δεν το’πα πουθενά, τόσα χρόνια. Το λέω τώρα σε σένα, γιατί πολύ ρωτάς και θέλεις να μαθαίνεις…»…αχ, μάνα με τα ωραία σου μυστικά- πότε συνταγή, πότε παραμύθι, πότε ζωντανή μνήμη σαν κι ετούτη…30 χρόνια πεθαμένη, στα νιάτα σου κι εσύ και με κρατάς ακόμα γλυκά φυλακισμένη στα δεσμά της αγάπης σου και στην μαγεία των απλών πραγμάτων!
Το θείο μου τον έπιασαν λίγες μέρες αργότερα με προδοσία. Δεν ήθελε να πεθάνει. Ήταν χαροκόπος κι αγαπιάρης. Στη μάνα του και στη γιαγιά μου, που πήγαν μεσ’ το κλάμα στη φυλακή να τον ιδούν, είπε πως όχι, λάθος έκαναν, δεν έπρεπε να τον πιάσουν, θα ιδούν αυτές σε κάνα-δυο μέρες θα τον αφήσουν. Αύριο, μεθαύριο…
Κάποιος είπε της καψομάνας να πάει να παρακαλέσει – αν έχει λίρες, αλλιώς τον κόπο να μην κάνει…Αυτός που «κάτι θα κατάφερνε» ήταν γνωστός της, κουμπαροπιάνονταν κιόλας, κάτι μακρινά σόγια…
-Κουμπάρε, ό,τι έχω, εδώ στο μαντήλι μ’. Πάρτα και σώσε το παιδί μ’.
-Εντάξει! της λέει. Θα δω τι μπορώ να κάνω. Αύριο θα συμφάγωμεν…
-Τι είπες κουμπάρε; Θα συμφάγετε; Κάθισι κουμπάρε στου τραπέζ’με τσ’αντίχριστους; Ντροπήσ’!
Δεν κατάλαβε πότε την έδιωξαν, σπρώχνοντας απ’τις σκάλες. Μέχρι που πέθανε, τόχε καημό πως δεν συγκρατήθηκε και «τόκαψε το παιδί». Πού να ’ξερε η μαύρη ότι αν δεν «συμφάγεις» κι αν δεν «συνάδεις» με τους εκάστοτε κρατούντες.…..
Όταν τον έστησαν στον τοίχο, είπαν πως έβγαλε την τραγιάσκα του, πριν τον γαζώσουν οι σφαίρες και χαιρέτησε, πλατύ χαιρετισμό. Να’λεγε «γεια» στη μάνα του, στη θεία-Σταυρούλα τάχα ή να’στελνε το τελευταίο αντίο στη ντροπαλή γειτονοπούλα του, που θα της πέρναγε αρραβώνα, σε λίγο, όταν θα ξημέρωνε η λευτεριά; Ποιος ξέρει;…
Αυτός ήταν ο θείος μου, ένα απλό παιδί σαν τόσα άλλα, «το μακαρίτικο».

Από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια