Γεννήθηκα σ’ένα πέτρινο σπίτι στο Αγρίνιο , την δεκαετία του 1950 και εκεί μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου ο κόσμος μου ήταν σχεδόν μόνο γυναίκες (7) συνολικά , χωρίς εμένα και ένας μόνο άντρας (ο πατέρας μου) . Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού υπήρχε ένας μικρός παραμυθένιος κηπάκος , μια κατάλευκη (ασπρισμένη) αυλή που τα παιχνίδια μου σε αυτή γινόταν αφορμή για (Ομηρικούς) καυγάδες !! Από τα χαμηλά ξύλινα παραθύρια του που (έμπαινα και έβγαινα) παρατηρούσα την λιγοστή κίνηση του δρόμου . Οι χειμωνιάτικες νύχτες αποτέλεσαν κομμάτι της ζωής μου , με τους λασπωμένους δρόμους να φαίνονται από τα αχνισμένα τζάμια σαν ποτάμια λάσπης . Σε αυτό το παράθυρο φάνταζε σαν (έργο τέχνης σε βιτρίνα) το πολύ μικρό στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Η κεντρική μας θέρμανση ήταν ανύπαρκτη , χρησιμοποιούσαμε το μαγκάλι και αργότερα ήρθε και η ξυλόσομπα .
Εκείνη την τόσο μακρινή και ξεχασμένη εποχή, η πόλη μας ζούσε την εναλλαγή της φτώχιας , της μετανάστευσης και της εκμετάλλευσης μα πρόλαβα να ζήσω τις τελευταίες μέρες του ομηρικού τρόπου ζωής και της παραγωγής , πριν τον ηλεκτρισμό . Έζησα σε μια εποχή που άρχισαν να φτιάχνουν την πίττα και τον γύρο που όμως τότε δεν γνώρισα την γεύση τους , δεν την αγόρασα καν, γιατί ήταν πολυτέλεια , γιατί ήταν ακριβά , γιατί δεν είχαμε να την αγοράσουμε κι αυτό έγινε πολλά χρόνια αργότερα !! . Είδα τα χωράφια μας (νοικιασμένα τα είχαμε) να σκάβονται απο την οικογένειά μου με το ξινάρι, είδα τα σταροχώραφα να οργώνονται με το αλέτρι και το υνί κι από πίσω να έρχεται η σβάρνα και ο πατέρας μου που μας άφηνε για λίγο να ανεβαίναμε απάνω της . Είδα ακόμη τα περιβόλια στα Καλύβια να ποτίζονται με το νερό που έβγαζε από τη δέση απο ένα μαγγάνι , αλλά και μια μηχανή με μοχλό , γνώρισα τις πλακοπαγίδες, με τις οποίες έπιαναν τα πουλιά. Θέρισα με το δρεπάνι και έδεσα τα λιμάρια με τα στάχια , φύτεψα τον καπνό , τον μάζεψα , τον αρμάθιασα και γεύτηκα την πίκρα του και την κόλλα του .
Θυμάμαι τους ανθρώπους τότε να δουλεύουν σκληρά, αλλά και να γελάνε πολύ , αλλά και να γλεντάνε πολύ με την φτώχεια τους . Θυμάμαι πάντα την μάνα μου να μου λέει σε ότι και αν της ζητούσα να μου πάρει (αγοράσει) .. δεν έχουμε λεφτά , μια άλλη φορά , δεν έχουμε λεφτά θα το πάρουμε τα Χριστούγεννα , το Πάσχα . !
Θυμάμαι την εικόνα του πατέρα μου μέσα σε αυτό το σπιτικό να είναι το κυρίαρχο πρόσωπο αυτού του μικρού μας κόσμου, που αυτόν τον μικρό κόσμο τον ανακάλυπτα γωνιά γωνιά στην ασπρισμένη αυλή με τα λουλούδια και τα δέντρα , με τις θείες μου (αδελφές) του πατέρα μου , να υφαίνουν στον αργαλειό γιατί ζούσαμε όλοι μας κάτω από την ίδια στέγη τότε που πάντα με πρόσεχαν , θυμάμαι ακόμη τα τενεκεδάκια μου (απο τα βαζόγαλα) να είναι κρεμασμένα στον λαιμό μου και μέσα τους είχα τους φράγκους , τα μικρά βατραχάκια , τα τζιτζίκια .. και αυτά να (κουδουνίζουν) κλαν κλαν στο ανέμελο περπάτημα μου πίσω απο την γιαγιά μου την Άννα στα πράσινα χωράφια του κάμπου . Ακόμη θυμάμαι τους αλωνισμούς του πατέρα μου , με την ζέστη και τον θόρυβο της μηχανής , τα 2μηνα ταξίδια μου στους κάμπους της Μακεδονίας και τα ατελείωτα σπαρτά της .
Σε αυτό το σπίτι μεγάλωσα τις ελπίδες μου και τις χαρές μου , σε αυτό το νοικιασμένο σπίτι άφησα τα πρώτα μου δάκρυα με το πρώτο κλάμα στην γέννησή μου , σε αυτό το σπίτι έμαθα πως ο κόσμος χωριζόταν σε δεξιούς και σε αριστερούς , έμαθα τι είναι φτωχός και τι πλούσιος , Σε αυτό το μικρό σπίτι άκουσα τα παραμύθια της γιαγιάς μου , να μας λέει με την γλυκιά της φωνή για το δάσος και την νεραϊδούλα , για τον Βασιλιά και τους τρεις γιους του που κάθε πρωί πηγαίνανε κυνήγι , για τον κοντορεβιθούλη , για το άσχημόπαπιο και τόσα άλλα όμορφα παραμύθια .
Μέσα σε αυτό το σπίτι απέκτησα μια κληρονομιά ονείρου που τη χρωστάω στην ίδια την κριτική ματιά της κοινωνικής μας ζωής , στα φτωχικά παιδικά χρόνια μου και στη γιαγιά μου την Άννα με το.. μια φορά κι έναν καιρό που μέσα από εκείνα τα παραμύθια γνώρισα για τον εφιάλτη της φτώχειας, της πείνας και του απάνθρωπου θανάτου.
Μέσα απο εκεί έμαθα ακόμα για την κενότητα, τη ματαιοδοξία και τη διάθεση επίδειξης των πλούσιων, που νομίζουν ότι τα αξιώματα και οι τίτλοι αλλά και η υλική αφθονία μπορούν να αναπληρώσουν την πνευματική και ηθική ανάταση.
Από την πόρτα αυτού του σπιτιού έφυγα σαν μαθήτρια με την τσάντα για τα πρώτα σχολικά μου βήματα , αλλά και με το μυαλό μου να ταξιδεύει στην γνώση του αύριο … και σήμερα γυρίζω ξανά σ` αυτό το σπίτι σαν επισκέπτης , σαν ξεναγός της χτεσινής ζωής μου .
Ακόμη και σήμερα αυτό το σπίτι κρατάει την ονομασία των ντόπιων που όπως το λέγανε τότε το σπίτι του Νταούλη , το λένε και σήμερα. !Για αυτούς που έχασαν στο δρόμο της ζωής τους το δικός τους σπίτι με τα όνειρα του χτές
Ζωή Νταούλη
Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύθηκαν στο panoramio.com στις 26-5-2009 και το agriniolike.gr τα αναδημοσιεύει με την σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα.




