ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

10/recent/ticker-posts

26 Ιουλιου 1821,η άλωση του Ζαπαντίου


26 Ιουλίου 2020
Κείμενο*: Λ. Τηλιγάδας
Τέσσερις μέρες μετά την άλωση του Βραχωριού, στις 15 Ιουνίου 1821, ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, ο Γιαννάκης Στάικος, μαζί με μια μικρή δύναμη από το σώμα του Μακρή, 2.000 άντρες συνολικά[1], προχώρησαν βορειοδυτικά, για να καταλάβουν την τρίτη σε μέγεθος εκείνη περίοδο οθωμανική κωμόπολη της περιοχής, το Ζαπάντα ή Ζεμπάν ή Ζαπάντ' ή Ζαπάντι. Το Ζαπάντ' απείχε από το Βραχώρι περίπου τρία (3) χιλιόμετρα και κατοικούνταν από μουσουλμάνους γαιοκτήμονες, οι οποίοι  δεν ήταν Τούρκοι στην καταγωγή αλλά αυτόχθονες, χριστιανοί μικροϊδιοκτήτες, για τους οποίους ο μεν Παπατρέχας πιθανολογεί ότι εξισλαμίστηκαν ομαδικά[2], ίσως κατά την περίοδο της κατάκτησης της περιοχής από τους Τούρκους, ο δε Θ. Μ. Πολίτης αναφέρει[3], πως οι ίδιοι θεωρούσαν, ότι ήταν οι «Λαλαίοι της Αιτωλοακαρνανίας»[4].
Οι περιηγητές για το Ζαπάντι

Ως γνωστόν, πριν από την επανάσταση του '21, από την περιοχή μας είχαν περάσει τρεις σημαντικοί περιηγητές της τοπικής και όχι μόνο ιστοριογραφίας: ο Εβλιά Τσελεμπί[5], ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ[6] και ο Ουίλιαμ Ληκ[7]. Και οι τρεις μας δίνουν σημαντικές πλη-ροφορίες για το Ζαπάντι από τα μέσα του 17ου αιώνα περίπου μέχρι και τις αρχές του 19ου, αφού, ο μεν πρώτος, πέρασε από την κωμόπολη γύρω στο 1667, ενώ οι άλλοι δύο την πρώτη δεκαετία περίπου του 19ου αιώνα.

υπήρχε άλλο ένα τζαμί με μιναρέ, Κιουτσούκ-Παζάρ, [...]
«το οποίο απείχε από την κυρίως αγορά τουλάχιστον 1.000 βήματα γεμάτα».
Κατά τον Τσελεμπί[8], το Ζαπάντι ανήκε στο βιλαέτι[9] που διοικούσε ο Καπουδάν Πασάς και βρισκόταν στην περιφέρεια του Κάρλελι (σημερινή Αιτωλοακαρνανία). Ο Σουλτάνος ήταν επικυρίαρχος της γης του και οι κάτοικοί του έπρεπε να καταβάλουν φόρο υποτέλειας. Ήταν έδρα ιεροδικαστή, ο οποίος διοικητικά υπαγόταν στη δικαστική εξουσία του Βραχωριού, είχε αξιωματικό γενίτσαρων, αγορονόμο και εισπράκτορα του κεφαλικού φόρου. Η ενορία του τζαμιού της αγοράς ήταν πολύ μεγάλη ο δε μιναρές του ήταν χτισμένος με σπασμένο τούβλο και την αυλή του την στόλιζαν θεόρατα κυπαρίσσια. Εκτός από το τζαμί της Αγοράς υπήρχε άλλο ένα τζαμί με μιναρέ, Κιουτσούκ-Παζάρ, ενώ μέσα στους μαχαλάδες της κωμόπολης υπήρχαν έντεκα τζαμιά χωρίς μιναρέ, δύο ιεροδιδασκαλεία, τρία σχολεία για μικρά παιδιά, τρία χάνια για τους ταξιδευτές, δύο χαμάμ, το ένα στο κέντρο της αγοράς και το άλλο κοντά στο Κιουτσούκ-Παζάρ, «το οποίο απείχε από την κυρίως αγορά τουλάχιστον 1.000 βήματα γεμάτα».

Η εμπορική αγορά της κωμόπολης είχε συνολικά πενήντα επτά (57) μαγαζιά, από τα οποία τα πενήντα (50) αποτελούσαν τη μεγάλη αγορά ενώ τα υπόλοιπα επτά (7) τη μικρή. Μια φορά την εβδομάδα πραγματοποιούνταν στο Ζαπάντι μεγάλο παζάρι το οποίο μάζευε στην κωμόπολη πάρα πολλούς εμπόρους και αγοραστές. Ο φόρος που εισπράττονταν από τη λειτουργία του παζαριού ήταν κληροδότημα του Μουσά Αγά στο τζαμί.

«Ο Μουσά Αγάς ήταν ένας μουγγός ευνούχος του Σουλτάνου, ο οποίος», όπως αναφέρει ο Τσελεμπί, «ίδρυσε το Ζαπάντι κατά την εποχή του Μωάμεθ του Β΄, του Πορθητή. Για το λόγο αυτό η κωμόπολη ονομάζεται, κατ' ευφημισμό, και Ζεμπάν, που θα πει: γλώσσα».

Η κωμόπολη είχε τριακόσια σπίτια, τα οποία ήταν κακοχτισμένα με μικρούς χωμάτινους πλίνθους και περιστοιχιζόταν από περιβόλια κι αμπέλια. Οι κάτοικοι ήταν λιγοστοί, γιατί επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια (από το 1663 περίπου) το Ζαπάντι μαστίζονταν από μια μεγάλη επιδημία, η οποία, όπως αναφέρει ο περιηγητής, εμπόδισε κι αυτόν να μπει στην κωμόπολη. «Πάντως, είναι καλό», αναφέρει ο Τσελεμπί, όποιος περάσει από εκείνο τον τόπο να μην το πει, γιατί οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ξέρουν ότι είναι μολυσμένο και όσοι περνάνε από κει, κινδυνεύουν να βρεθούν όχι μόνο χωρίς κατάλυμα, αλλά και χωρίς φαΐ».

«Με τη βοήθεια του θεού», συνεχίζει, «εμείς περάσαμε από κει και δεν πάθαμε το παραμικρό, ίσως γιατί δεν συναναστραφήκαμε κανέναν από τους ντόπιους, αφού και το φιρμάνι του Σουλτάνου, που υποχρέωνε την κωμόπολη να στρατολογήσει στρατιώτες και να τους στείλει στο διοικητή της Παλαιομάνινας, το παραδώσαμε σε έναν μουσουλμάνο αγρότη, στο σπίτι του οποίου μείναμε τη νύχτα, πολύ μακριά από το Ζαπάντι». Στον αγρότη αυτόν, ο Τσελεμπί, έδωσε για τη φιλοξενία, καθώς και για την αγορά ενός αλόγου τριακόσια γρόσια και έφυγε βιαστικά, όπως αναφέρει.

«Το κλίμα της περιοχής είναι βαρύ και το κύριο προϊόν είναι το ρύζι. Το προϊόν όμως για το οποίο φημίζεται το Ζαπάντι και έχει κατακτήσει όλο τον κόσμο είναι ο καπνός, ο οποίος είναι πλατύφυλλος και έχει βαρύ (σέρτικο) άρωμα». Η κωμόπολη δεν είχε τρεχούμενο νερό και οι κάτοικοί του έπιναν από πηγάδια. Παρά το γεγονός όμως αυτό, η γύρω πεδιάδα ήταν πολύ εύφορη.

«Εξ αιτίας της επιδημίας στην περιοχή είχαν μείνει πολύ λίγοι άντρες και έτσι μια γυναίκα ή μια παρθένα, με πεντέξι πουγκιά για προίκα, μπορούσε να παντρευτεί τον καλύτερο μουσουλμάνο. Για το λόγο αυτό πολλές γυναίκες μουσουλμάνων ήταν θυγατέρες χριστιανών (Καφίρηδων = απίστων), όπως ήταν η συνήθεια αυτού του τόπου».

Όλοι στο Ζαπάντι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες. Και την ελληνική και την τούρκικη. Το πιο σημαντικό όμως ήταν η νοοτροπία τους, η οποία ήταν πιο κοντά στη νοοτροπία των «γκιαούρηδων». Φορούσαν τσόχινα ρούχα και στο κεφάλι τους οι μεν γέροντες φορούσαν λευκά σαρίκια, ενώ οι νεότεροι κόκκινα φέσια και νησιώτικα ρούχα.

Θα πρέπει εδώ να πούμε, ότι όλες αυτές τις πληροφορίες μάς τις μεταφέρει ο Τσελεμπί από ακούσματα που είχε από τους Οθωμανούς Βραχωρίτες κυρίως, αφού, όπως αναφέρει, ο ίδιος δεν επισκέφτηκε το Ζαπάντι. Γι' αυτό και ο λόγος του είναι εξαιρετικά προσβλητικός, αν εξαιρέσει κανείς την πρόταση εκείνη που αναφέρεται στα καπνά του Ζαπαντιού.


«Το όνομα του χωριού», γράφει ο Παπατρέχας[10], «σύμφωνα με την αληθοφανή βέβαια, εκδοχή του Τσελεμπί, οφείλεται στην “εσφαλμένη απόδοση της λέξης άλαλος”, δηλαδή από το “χωρίς γλώσσα” προήλθε το όνομα Ζεμπάν = γλώσσα. Αλλά η εκδοχή αυτή δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, γιατί αναιρείται από το χάρτη του 1560 όπου το χωριό αναφέρεται ως Zapata. Πρόκειται για ένα από τα πολλά σλάβικα ή με σλάβικη ρίζα τοπωνύμια με το γνωστό πρόθεμα ΖΑ, όπως Ζακόνα, Ζαμπατίνα, Ζαουρού, Ζάβιτσα και πλήθος άλλα που απαντούν τόσο στη Δυτική Στερεά, όσο και σε όλες περιοχές. Επομένως η μετονομασία της Μεγάλης Χώρας σε Ζαπάντι είχε γίνει πολύ πριν από την τουρκική κατάκτηση. Ο κωφάλαλος ευνούχος Μουσά αγάς, πρόσωπο που διέσωσε η παράδοση στην εποχή του Τσελεμπί, υπήρξε πρώτος οικιστής σ' έναν έρημο τόπο ή ο επικεφαλής μιας ομάδας κατακτητών που κατοίκησε στον χριστιανικό οικισμό; Πιστεύουμε ότι το δεύτερο συνέβηκε».

Ανεξάρτητα όμως και πέρα από τα ονόματα και τη σημασία τους, εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός του εξισλαμισμού αυτής της κοινότητας και η διερεύνηση των σχέσεων που υπηρέτησε αυτή η παράμετρος με τις γύρω ομόδοξες και ετερόδοξες κοινότητες. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι οι Οθωμανοί του Βραχωριού αντιμετώπιζαν τους εξισλαμισμένους κατοίκους του Ζαπαντιού με περιφρόνηση, αφού με την πάροδο του χρόνου δημιούργησαν δικά τους ήθη και έθιμα, καθώς και δικούς τους κώδικες ηθικής. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, ότι μία τέτοια συνήθεια των Οθωμανών του Ζαπαντιού, όπως αναφέρει ο Τσελεμπί, ήταν να νυμφεύονται Χριστιανές, χωρίς να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν αυτό σήμαινε απαραίτητα και την υποχρέωσή τους να αρνηθούν τη θρησκεία τους. Το γεγονός μάλιστα της συνύπαρξης του χριστιανικού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου με τα δύο τζαμιά της κωμόπολης, καθώς και το ότι ο ναός εικονογραφήθηκε[11] ολόκληρος τον 16ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που το μουσουλμανικό Ζαπάντι βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, αποδεικνύει το πνεύμα της ανεξιθρησκίας που απολάμβαναν τα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Η συνήθεια αυτή σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο Ζαπάντι μιλιόνταν και οι δύο γλώσσες (ελληνικά και τούρκικα) ήταν οι βασικές αιτίες που οι μουσουλμάνοι του Βραχωριού δεν θεωρούσαν τους κατοίκους του γνήσιους Οθωμανούς, αλλά «ελληνίζοντες» και κρυπτοχριστιανούς.
Ταυτόχρονα από την άλλη οι χριστιανικές κοινότητες της περιοχής μόνο περιφρόνηση και θρησκευτικό μίσος, όπως αποδείχθηκε κατά τη στιγμή της άλωσής του, έτρεφαν για τους αρνησίθρησκους Ζαπατιώντες.

«Η διαφορετικότητα τους από τις εθνικά κυρίαρχες ομάδες της περιοχής (Έλληνες και Τούρκους)», γράφει η Τασούλα Βερβενιώτη[12], «θεωρώ ότι ήταν το μεγαλύτερο στίγμα που έφεραν οι κάτοικοι του Ζαπάντ'. Το γεγονός αυτό μαζί με τον πλούτο του βίου τους, τους ώθησε στον ηρωισμό και ταυτόχρονα καταδίκασε την ιστορία τους να περάσει στη “Μεγάλη Χώρα της σιωπής”. Οι άνθρωποι -όπου γης- δυσκολεύονται να αποδεχτούν το ξένο, το αλλότριο, το διαφορετικό. Η δυσκολία της αποδοχής είναι πολύ μεγαλύτερη, όταν κάτι που το θεωρούσαν δικό τους, γίνεται αλλότριο. Και για την εποχή στην οποία αναφερόμαστε -πριν τη δημιουργία των εθνικών κρατών- το κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητας μιας κοινωνικής ομάδας δεν ήταν το έθνος αλλά η θρησκεία. Γι' αυτό στην πολυεθνική Οθωμανική αυτοκρατορία, παρόλο που οι κάτοικοι του Ζαπάντ' διατήρησαν τη χριστιανική εκκλησία, τα δύο τζαμιά του Ζαπάντ', χτισμένα με σπασμένα τούβλα, που την αυλή τους στόλιζαν θεόρατα κυπαρίσσια (σύμφωνα με τον τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπί), δεν άλλαξαν χρήση, δεν μετατράπηκαν για παράδειγμα σε εκκλησίες, αλλά σε ερείπια αμέσως μετά την ήττα του Ζαπάντ'».

Κλείνοντας αυτή την ενότητα και πριν αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο πολιορκήθηκε και αλώθηκε το Ζαπάντι, να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τον Λήκ, ο οποίος πέρασε από την περιοχή τη Δευτέρα 17 Ιουνίου 1805, η κωμόπολη αποτελούνταν από «120 σπίτια, τα δύο τρίτα των οποίων ήταν τούρκικα». Με τον Ληκ συμφωνεί και ο Πουκεβίλ, ο οποίος πέρασε από την περιοχή την ίδια περίπου εποχή, μόνο που ο Γάλλος περιηγητής κάνει λόγο για ογδόντα σπίτια μουσουλμάνων χωρίς να αναφέρει καθόλου αριθμό σπιτιών που ανήκαν σε, χριστιανούς.

Η πολιορκία και η άλωση

Οι πολιορκητές του Βραχωριού, αμέσως μετά την άλωση της πόλης και αφού εγκατέστησαν σ' αυτή μια προσωρινή εξουσία[13], θέλησαν να απαλλάξουν τη  περιοχή και από τον άλλο κοντινό και αμιγή οθωμανικό θύλακα του Κάρλελι. Έτσι, με επικεφαλής τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο, το Γιαννάκη Στάικο και το Δήμητρη Μακρή, 2.000 μαχητές περίπου, τέσσερες μέρες μετά την άλωση του Βραχωριού, στις 16 Ιουνίου του 1821, ξεκίνησαν εναντίον του Ζαπαντιού.
Από την πρώτη στιγμή της πολιορκίας του Βραχωριού, οι Ζαπαντιώτες Οθωμανοί κατάλαβαν ότι η περίσταση κυοφορούσε σοβαρό κίνδυνο και για τη δική τους ύπαρξη. Ο οικισμός τους ήταν χτισμένος στη μέση σχεδόν του κάμπου και το ανοιχτό πεδίο δεν ήταν ότι καλύτερο για την άμυνά τους. Στην κωμόπολη υπήρχε μια δύναμη τριακοσίων (300) περίπου ντόπιων και αξιόμαχων πολεμιστών, στους οποίους είχε προστεθεί και μια δύναμη Αλβανών[14] και οι οποίοι έφτασαν εκεί από τα περίχωρα αμέσως μετά την έναρξη των γεγονότων της εξέγερσης στη Δυτική Ελλάδα και κυρίως αμέσως μετά τις βιαιότητες και τις λεηλασίες που ακολούθησαν την άλωση του Βραχωριού. Σε καμία περίπτωση όμως, οι υπερασπιστές του Ζαπαντιού, δεν ξεπερνούσαν τους τετρακόσιους πολεμιστές[15].
Το πρώτο πράγμα που επιχείρησαν να οργανώσουν για την άμυνά τους ήταν να μετατρέψουν το μειονέκτημα του ανοιχτού πεδίου σε πλεονέκτημα. Επέλεξαν τέσσερα από τα πιο ανθεκτικά κτίρια-πύργους και τα δύο τζαμιά της κωμόπολης, γύρω από τα οποία έσκαψαν τάφρους, τις οποίες τις γέμισαν με παλούκια, ενισχύοντας σημαντικά την άμυνά τους[16]. Ταυτόχρονα με το χώμα που έβγαλαν από τις τάφρους κατασκεύασαν, γύρω από αυτά τα έξι κτίσματα, ισχυρά αναχώματα, πίσω α-πό τα οποία και ταμπουρώθηκαν. Με αυτό τον τρόπο, όπως είπαμε και παραπάνω, μετέτρεψαν το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, αφού την επίθεση πια σε ανοιχτό πεδίο έπρεπε να την αποπειραθούν ο Βλαχόπουλος και οι υπόλοιποι.
Όταν οι εξεγερμένοι του Βλοχού και του Ζυγού έφθασαν μπροστά σε αυτές τις τάφρους, ζήτησαν από τους Ζαπαντιώτες να παραδοθούν, αλλά ο Γιουσούφ Ζουφλικάρ Αγάς (επικεφαλής των υπερασπιστών του Ζαπαντιού), αρνήθηκε κάθε συζήτηση μαζί τους. Η πρώτη επίθεση που επιχειρήθηκε αμέσως μετά την άρνηση της παράδοσης αποκρούστηκε με εξαιρετική επιτυχία από τους Ζαπαντιώτες με σοβαρές μάλιστα απώλειες για τους πολιορκητές.
Μετά την πρώτη αυτή επίθεση ο Βλαχόπουλος επανήλθε με νέα πρόταση παράδοσης, όμοια με αυτή που είχαν αποδεχθεί οι Οθωμανοί του Βραχωριού, όμως και πάλι ο Ζουφλικάρ αρνήθηκε. Αποφασίσθηκε τότε να ενισχυθεί το στρατόπεδο των επιτιθεμένων με πυροβολικό, απόφαση η οποία υλοποιήθηκε με τη μεταφορά από το Αγρίνιο του κανονιού που είχε αγοραστεί από το Χένδερσον, καθώς και με ένα καινούργιο κανόνι που  προμηθεύτηκε ο Βλαχόπουλος από το Μεσολόγγι. Παρά το γεγονός όμως αυτό, σε τίποτα δεν καλυτέρευσε η κατάσταση, αφού, όπως γράψαμε και στην πολιορκία του Βραχωριού, και το κανόνι του Χένδερσον και το καινούργιο που ήρθε από το Μεσολόγγι ήταν πολύ μικρής ισχύος και αποτελεσματικότητας. Γράφει ο Κόκκινος στην «ιστορία» του: «Μετεκομίσθη από το Βραχώρι το κανόνι του Χούντερσον και έφεραν από το Μεσολόγγι ένα άλλο ακόμη. Αλλά ούτε πυροβοληταί έμπειροι υπήρχαν εις το ελληνικόν στρατόπεδον, ούτε τα χρησιμοποιούμενα βλήματα ήσαν κατάλληλα διά τα κανόνια, και οι πύργοι και τα ωχυρωμένα τζαμιά του Ζαπαντίου δεν υφίσταντο καμμίαν βλάβην»[17].
Τελικά, από τη μια, η γενναιότητα με την οποία αντιμετώπισαν οι αμυνόμενοι τους επιτιθέμενους και επειδή η άλωση φαινόταν ότι δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, πολλοί πολεμιστές από το στρατόπεδο των πολιορκητών αποθαρρύνθηκαν και εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Από την άλλη, οι πολιορκούμενοι αναθάρρησαν και με την ελπίδα ότι θα καταφθάσουν ενισχύσεις από τις οθωμανικές δυνάμεις που ήταν συγκεντρωμένες στην Άρτα αγωνίζονταν με αυτοθυσία καταφέρνοντας να επιφέρουν σημαντικά προβλήματα και αρκετές απώλειες στους επιτιθέμενους. Το γεγονός αυτό οδήγησε αρκετούς από όσους μετείχαν στην επιχείρηση της κατάληψης του Ζαπαντιού να αποχωρήσουν με αποτέλεσμα, το βάρος της συνέχισης της πολιορκίας, να πέσει όλο στη δύναμη της επαρχίας του Βλοχού και στην αποκλειστική ευθύνη του Βλαχόπουλου, ο οποίος βλέποντας πόσο ακάλυπτες ήταν οι επιθέσεις τους στο ανοιχτό πεδίο κατασκεύασε ένα ψηλό οχύρωμα, ακριβώς απέναντι από τους πύργους των Ζαπαντιωτών, πίσω από το οποίο ταμπουρώθηκαν οι δυνάμεις, που συνέχιζαν την πολιορκία.
Από τις πρώτες μέρες του Ιουλίου άρχισαν να εξαντλούνται τα τρόφιμα στους πολιορκημένους και οι έ-γκλειστοι άρχισαν να τρέφονται μόνο με ρύζι, που ήταν το μοναδικό προϊόν το οποίο είχε απομείνει στις αποθήκες. Παρ' όλα αυτά, το ηθικό τους διατηρούνταν σε υψηλά επίπεδα.
Οι μέρες περνούσαν με αψιμαχίες, μέχρι τη μέρα που ο Βλαχόπουλος οργά-νωσε τη δημιουργία ενός μικρού τούνελ, με στόχο να ανατιναχθεί ένα μέρος από την οχύρωση των Ζαπαντιωτών και να ανοιχθεί μια μι-κρή δίοδος για να διεισδύσουν στην κωμόπολη.
Πράγματι, στις 18 Ιουλίου, το τούνελ αυτό ετοιμάστηκε, τοποθετήθηκε η μπαρούτη, πυροδοτήθηκε και το περιτείχισμα στο σημείο εκείνο υπέστη ένα σημαντικό ρήγμα. Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκε επίθεση και από τα τέσσερα σημεία· οι Ζαπαντιώτες όμως, όχι μόνο δεν ξαφνιάστηκαν, αλλά απέκρουσαν την επίθεση και ανταπάντησαν με ορμητική αντεπίθεση με τα σπαθιά στα χέρια (γιουρούσι).
Στην επίθεση, αναφέρει ο Τρικούπης[18], ο Βλαχόπουλος παρέμεινε με μερικούς ακόμα στο ταμπούρι, δίπλα σε ένα από τα δύο κανόνια, για να κατευθύνει με ασφάλεια την επίθεση.
Κατά την αντεπίθεση, στην οποία μετείχε και ο Ζουφλικάρ, οι Οθωμανοί του Ζαπαντιού και ο ίδιος πλησίασαν τόσο πολύ τη θέση που ήταν το συγκεκριμένο κανόνι, που. αφού σκότωσαν ένας από τους φρουρούς του, επιχείρησαν να το αρπάξουν. Ο Βλαχόπουλος όμως που αναγνώρισε το Ζουφλικάρ «διά της χρυσής του ενδυμασίας», τον σημάδεψε και τουφέκισε μέσα από το μετερίζι του, ρίχνοντάς τον νεκρό.
Η εξέλιξη αυτή έδωσε διαφορετική δυναμική και τροπή στη μάχη. «Η έφοδος των Τούρκων ανεκόπη», αναφέρει ο Κόκκινος[19]. «Οι ευρισκόμενοι πλησίον του Ζουφλικάρ Αγά εσχημάτισαν αμέσως κύκλον περί τον νεκρόν  διά να τον αναγείρουν και να τον αποσύρουν εκ του πεδίου της μάχης, ενώ εξακολουθούσε ραγδαίον το πυρ εκ μέρους των Ελλήνων. Κατ' αυτόν τον τρόπον το κέντρον των Τούρκων εκάμφθη ενώ οι απομακρυνθέντες εις την αρχήν της μάχης Έλληνες οπλίται επέστρεψαν και έλαβαν και αυτοί μέρος εις την επίθεσιν. Ο θάνατος του Ζουφλικάρ Αγά εγνώσθη αμέσως παντού και οι Τούρκοι καταπτοηθέντες εκ τούτου ήρχισαν να υποχωρούν από όλα τα σημεία και εκλείσθησαν εκ νέου στα οχυρώματά των».

Αμέσως μετά ο Βλαχόπουλος και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί του Κάρλελι, πραγματοποίησαν μια πράξη που δεν τιμά καθόλου ούτε την πολεμική τους ορμή, ούτε την ανθρώπινή τους υπόσταση, αφού, ως πράξη, μόνο εγκληματίες πολέμου μπορεί να χαρακτηρίσει. Αμέσως μετά την υποχώρηση των Ζαπαντιωτών, οι Χριστιανοί πολιορκητές της κωμόπολης έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών Οθωμανών και τα κρέμασαν έξω από το ψηλό οχύρωμα που είχαν κατασκευάσει, για να  βλέπουν τους κατακρεουργημένους συγγενείς ή γνωστούς τους οι υπερασπιστές του Ζαπαντιού και να απελπίζονται.

Και οι δύο ιστορικοί που αναφέρουν το γεγονός, θέλοντας να αμβλύ-νουν τις κακές εντυπώσεις, που γεννάει αυτή η βαρβαρότητα, κάνουν λόγο για μαθήματα, που οι «Ραγιάδες» πήραν από τους «δυνάστες» Τούρκους:

«Το μάθημα προήρχετο από τους Τούρκους. Οι εξαγριωθέντες ραγιάδες επαναλάμβαναν ήδη και αυτοί εκείνα που έκαναν επί σειρά αιώνων εις βάρος των οι δυνάσται»[20].

«Οι Έλληνες κατά τα διδάγματα των αυθεντών και διδασκάλων των έκοψαν τας κεφαλάς των φονευθέντων και τας εκρέμασαν έξωθεν του πύργου των, κατέναντι των πολιορκουμένων δυστυχών συγγενών των»[21]

Ο Παπατρέχας22, για να αιτιολογήσει κάπως τις εντυπώσεις, αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεγονός κάνοντας λόγο για μια βάρβαρη κανονικότητα, η οποία χαρακτήριζε την εποχή: «Η επίδειξη κομμένων κεφαλιών», γράφει, «οι αρμάθες από αυτιά, οι κρεμασμένοι στα άρμπουρα των καραβιών, ακόμα και οι πυραμίδες από κομμένα κεφάλια, ήταν κάτι συνηθισμένο, ήταν μέσα στα πολεμικά ήθη της εποχής». Και καταλήγει: «Σ' αυτές τις άγριες, τις αποτρόπαιες  επιδείξεις οι Τούρκοι υπήρξαν πρώτοι διδάξαντες». Παρά τις οποίες αιτιάσεις όμως, το γεγονός παραμένει αποτρόπαιο και είναι δηλωτικό του μίσους που έτρεφαν οι χριστιανοί του Κάρλελι, ιδιαίτερα για όλους εκείνους που… «αλλαξοπίστησαν».

Με το που έγινε γνωστός ο θάνατος του Ζουφλικάρ Αγά, οι δυνάμεις των Οθωμανών του Ζαπαντιού άρχισαν να υποχωρούν και ξανακλείστηκαν στις οχυρώσεις τους, όπου συνειδητοποίησαν τη μεγάλη απώλεια του αρχηγού.

Την επομένη, με τον κίνδυνο του λιμού να «κρέμεται» πάνω από την κωμόπολη του κάμπου, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με το Βλαχόπουλο για να συμφωνήσουν την παράδοσή τους. Ζήτησαν να τους επιτραπεί να εγκαταλείψουν τις οχυρώσεις τους, πρόταση που ο οπλαρχηγός του Βλοχού δεν αποδέχτηκε. Μετά από λίγες ημέρες διαπραγματεύσεων συμφωνήθηκε να εγκαταλείψουν οι Οθωμανοί του Ζαπαντιού τις οχυρώσεις τους και την κωμόπολη χωρίς τα όπλα τους, υπό τον όρο οι πολιορκητές θα σεβαστούν τη ζωή και την τιμή τους και θα διασκορπισθούν με τις οικογένειές τους σε διάφορα χωριά που οι ίδιοι υπέδειξαν.

Με την αποδοχή της συμφωνίας και από τα δύο μέρη, οι περισσότεροι από τους Ζαπαντιώτες παραδόθηκαν στο Μακρή και κάποιοι απ' αυτούς στο Γιαννάκη Στάικο. Η συμφωνία όμως και σε αυτή την περίπτωση δεν έγινε σεβαστή από τους πολιορκητές. «Αλλ' οι μεν εις τον Μακρήν παραδοθέντες απεστάλησαν εις Ζυγόν, ένθα υπό του συρφετού εφονεύθησαν», αναφέρει ο Χαβέλας, «οι δε εις τον Στάικον παραδοθέντες λαφυραγωγηθέντες καλώς απεστάλησαν ως οι πρώτοι (εννοεί τους Βραχωρίτες) εις Άρταν και Πρέβεζαν.

Με αυτόν τον τρόπο οι επαναστατημένοι οπλαρχηγοί του Κάρλελι, επικράτησαν στην περιοχή του Βλοχού και διαχειρίστηκαν τις τοπικές υποθέσεις «εκ των ενόντων» μέχρι τις αρχές της Άνοιξης του 1822, που οι κοτζαμπάσηδες της Αιτωλίας, με τη συνεργασία του Βαρνακιώτη συγκρότησαν την προσωρινή διοίκηση την οποία την ονόμασαν Γερουσία της Δυτικής Ελλάδας με έδρα το Βραχώρι.

......................................................................................................
1. Θεόδωρος Θωμόπουλος, Το Αγρίνιο από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Αθήνα, 1954, σελ. 62. | 2. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, έκδοση: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αγρινίου, 1991, σ. 116, | 3. Θ. Μ. Πολίτης, Η συμβολή της Αιτωλοακαρνανίας στην Επανάσταση του 1821, έκδοση: Νομαρχίας Αιτωλοακαρνανίας, 1974, σ. 65-68. | 4. Στο οροπέδιο της Φολόης στην Ηλεία είχαν εγκατασταθεί Αρβανίτες (νομάδες βορειοηπειρώτες, ορθόδοξοι χριστιανοί στο θρήσκευμα), οι οποίοι είχαν πάρει το όνομα του αρχηγού τους (Λάλας) και ονομάστηκαν Λαλαίοι, ο δε τόπος Λάλα. Οι Αρβανίτες αυτοί εξισλαμίστηκαν γύρω στα 1710, όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους Οθωμανούς. | 5. Εβλιά Τσελεμπί, Ταξίδι στην Ελλάδα, Εκάτη, 1991. | 6. Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάς, Αττική, Κόρινθος, Συλλογή, 1995. | 7. Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα, Λονδίνο, J Kodwell, New Bond Street, 1835. | 8. Εβλιά Τσελεμπί, ο.π. σελ. 210-211. | 9. Το βιλαέτι που διοικούνταν από τον Καπουδάν Πασά ήταν το βιλαέτι των νήσων της Άσπρης Θάλασσας (σήμερα Αιγαίο Πέλαγος) ή και βιλαέτι του Αρχιπελάγους. Δημιουργήθηκε το 1554 κι άλλαξε σύσταση πολλές φορές έως το 1912. Παρόλο που λεγόταν των νήσων περιλάμβανε και χερσαία σαντζάκια διάσπαρτα στην Αυτοκρατορία. Το 1600 αναφέρεται ότι είχε 13 σαντζάκια, 1500 περίπου τιμάρια και 130 περίπου ζιαμέτια. Το 1554 είχε τα εξής Σαντζάκια: Σαντζάκι της Καλλίπολης, Σαντζάκι της Ρόδου, Σαντζάκι της Εύβοιας, Σαντζάκι της Μυτιλήνης. Αργότερα προστέθηκαν τα παρακάτω: Σαντζάκι του Κοτζάελι, Σαντζάκι της Μπίγα, Σαντζάκι της Σούγλα, Σαντζάκι της Ναυπάκτου, Σαντζάκι του Κάρλελι (Αιτωλοακαρνανία), Σαντζάκι του Μυστρά, Σαντζάκι της Κύπρου. Τον 17ο αιώνα προστέθηκαν ακόμα τα επόμενα: Σαντζάκι της Χίου, Σαντζάκι της Νάξου και το Σαντζάκι της Άνδρου. | 10. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ο.π., σ. 128. | 11. Παλιούρας Αθανάσιος, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Εκδ. Αρσινόη, Αθήνα 1985, σελ. 171. | 12. Τασούλα Βερβενιώτη, Ζαπάντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής (Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τοπίου και τόπου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του 60, Συλλογική έκδοση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Σχολή Διαχείρισης Φυσικών Πόρων και Επιχειρήσεων Αγρινίου και του Δήμου Αγρινίου, Επιμέλεια Κ. Μπάδα, 2000,  σελ. 29 | 13. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη αυλή του ερυθρού λέοντος τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, τόμος 1ος, κεφ. ΙΖ, σελ. 267  | 14. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδόσεις Μέλισσα, Έκτη έκδοση, 1974, σελ. 538 | 15. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ο.π., σελ. 253. | 16. Θεοδώρου Χαβέλα Ιστορία των Αιτωλών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1829, Τόμος 2ος, Αθήνα 1883, σελ. 60 | 17 Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο.π, σελ. 267 | 18. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο.π., σελ. 268  | 19. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ο.π., σελ. 539  | 20. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ο.π., σελ. 539 | 21. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο.π, σελ. 268. | 22. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ο.π., σ. 254.

Φωτογραφία ανάρτησης: H μάντρα του σπιτιού του Ζουφλικάρ Αγά. (Από την εισήγηση της Τασ. Βερβενιώτη «Ζαπαντ', η Μεγάλη Χώρα της Σιωπής»)

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο "Αρχείο Αγρινίου"Λευτέρη Τηλιγάδα, Ζαπάντι: η πολιορκία και η άλωση, "Αρχείο Αγρινίου", τεύχος 18, Ιούλιος - Αύγουστος 2019, σελ. 3-6

δημοσιεύθηκε στο https://archeionagriniouemerologio.blogspot.com/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια